- τραγῳδοποιῷ
- τραγῳδοποιόςtragic poetmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραγωδοποιώ — έω, Ν γράφω τραγωδίες, είμαι τραγικός ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγωδοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. τραγῳδοποιέω / ῶ, μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Βαρελά] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek